- γκάουρ
- (gaur).Μηρυκαστικό αρτιοδάκτυλο ζώο της οικογένειας των βοοειδών. Έχει ογκώδες κοντόχοντρο σώμα, κοντό λαιμό, πλατύ ρύγχος και ένα κύρτωμα στην αρχή της ράχης. Το γ. έχει ύψος περίπου 1,80 μ.· ο λαιμός του δεν έχει τράχηλο· το κεφάλι έχει δύο μακριά και τοξοειδή κέρατα· το τρίχωμά τουείναι μαυριδερό και ανοιχτόχρωμο στο μέτωπο, στην κοιλιακή περιοχή και στο κάτω μέρος των ποδιών. Το συγγενικό είδος γκαγιάλ διαφέρει από το γ.: είναι λίγο πιο μικρό, έχει πλατύ μέτωπο, κωνικά και κοντά κέρατα και σκοτεινόχρωμο τρίχωμα. Και τα δύο είδη ζουν σε ολιγομελείς αγέλες, κυρίως σε περιοχές της Ινδίας. Το γ. βρίσκεται επίσης στη Μυανμάρ, στην Ταϊλάνδη και στη χερσόνησο της Ινδοκίνας (Βιετνάμ). Τα μεγάλα αυτά μηρυκαστικά συμβάλλουν στην γεωργία και στην κτηνοτροφία των περιοχών που ζουν. Οι κάτοικοι τα εξημερώνουν για τις αγροτικές εργασίες, καθώς και για το γάλα, το δέρμα και το κρέας τους.
Το γκαγιάλ (φωτογραφία) και το συγγενικό θηλαστικό γκαούρ ζουν σε ολιγομελείς αγέλες, κυρίως σε περιοχές της Ινδίας.
* * *και γάουρ και γάουρος ή γαύροςονομασία του άγριου βοδιού της Ινδίας Βίβους ο γαύρος.
Dictionary of Greek. 2013.